Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κινητικός, επίθ.
-
- 1) Που θέτει σε κίνηση·
- (εδώ μεταφ.) παρορμητικός:
- γίνονται και οι λόγοι των φίλων προς τους φίλους … κινητικά υπεκκαύματα (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 8518).
- (εδώ μεταφ.) παρορμητικός:
- 2) Που μπορεί να μετακινηθεί, κινητός:
- έρισεν ο ρε Χαρήν … να πουλήσουν όλα του τα κινητικά πράματα (Μαχ. 543).
- 3) Που προκαλεί διάρροια, καθαρτικός:
- ο ιατρός δίδει του πράγματα κινητικά (Ασσίζ. 1829).
- Το ουδ. ως ουσ. = καθαρτικό:
- (Ιατροσ. κώδ. ρלδ´).
[αρχ. επίθ. κινητικός. Tο ουδ. και τ. ως ουσ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που θέτει σε κίνηση·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινητικός -ή -ό [kinitikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στην κίνηση: Kινητικά νεύρα. Kινητικοί μύες. Άτομα με κινητικά προβλήματα. Kινητική τέχνη, μορφή της σύγχρονης τέχνης που εμπεριέχει κίνηση, πραγματική ή φαινομενική. || (φυσ.) κινητική ενέργεια, η ενέργεια που έχει ένα σώμα λόγω της κίνησής του. β. (ως ουσ.) η κινητική, κλάδος της μηχανικής που εξετάζει το φαινόμενο της κίνησης, που μελετά την επίδραση των δυνάμεων και των ροπών στην κίνηση ενός υλικού σώματος.
κινητικά ΕΠIΡΡ: Άτομα ~ και διανοητικά ανάπηρα. [λόγ.: α: αρχ. κινητικός `που θέτει σε κίνηση΄ & σημδ. γαλλ. moteur· β: γαλλ. cinétique < αρχ. κινητ(ικός) -ique = -ική]