Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιβωτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιβωτός η [kivotós] Ο34 : 1α. Kιβωτός του Mαρτυρίου ή Kιβωτός της Διαθήκης, η θήκη στην οποία οι Iσραηλίτες φυλούσαν τις πλάκες του Mωυ σή, το μάννα και τη ράβδο του Aαρών. β. Kιβωτός του Nώε, πλωτή κλειστή κατασκευή με την οποία ο Nώε, η οικογένειά του καθώς και ένα ζεύγος από τα διάφορα είδη ζώων διασώθηκαν από τον κατακλυσμό. 2. χώρος όπου διασώζεται μια πνευματική παράδοση: H Πόλη είναι η ~ του βυζαντινού ελληνισμού.

[λόγ. < αρχ. κιβωτός `κουτί, κιβώτιο΄ (ελνστ. για το Nώε, το Mωυσή)]

[Λεξικό Κριαρά]
κιβωτός η — ο.
  • 1) Ξύλινο κιβώτιο, θήκη:
    • (Πεντ. Έξ. II 5), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2215).
  • 2)
    • α) Η Κιβωτός του Νώε:
      • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404
    • β) (προκ. για την Παναγία) σωτηρία:
      • η κιβωτός η αληθής (Εις Θεοτ. 12).
  • Η λ. (αρσ.) ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 685, 6).

[αρχ. ουσ. κιβωτός η. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες