Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηδεμονία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμονία η [kiδemonía] Ο25 : 1. (νομ.) μορφή επιμέλειας ανηλίκου που δεν έχει γονείς ή που οι γονείς του αδυνατούν να εκτελέσουν τα γονικά τους καθήκοντα: Έχω / ασκώ την ~ κάποιου. 2. όρος του διεθνούς δικαίου που αναφέρεται κυρίως στο επίσημο καθεστώς της διακυβέρνησης πρώην αποικιών από τις μητροπόλεις και το οποίο αποσκοπούσε στη σταδιακή απαγκίστρωση των ευρωπαϊκών κρατών από τα αποικιακά τους εδάφη. 3. (μειωτ.) άσκηση εξουσίας και ελέγχου επάνω σε κπ.· κηδεμόνευση: Tο ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα αποτίναξε την ~ της Mόσχας.

[λόγ. < αρχ. κηδεμονία `φροντίδα΄ κατά τις σημ. της λ. κηδεμόνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες