Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κη
82 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κηβεύγω, κηβεύω,
βλ. κηδεύω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεία η [iδía] Ο25 : η τελετή της εκφοράς και της ταφής του νεκρού: Επίσημη ~. ~ δημοσία δαπάνη*. Γραφείο* κηδειών. H ~ θα γίνει στο A' Nεκροταφείο. || (προφ.): Είχανε ~ στο σπίτι, για μεγάλη στενοχώρια.

[λόγ. < ελνστ. κηδεία, αρχ. σημ.: `συγγένεια από γάμο΄ (κατά τη σημ. του κηδεύω)]

[Λεξικό Κριαρά]
κηδεία η.
  • Εκφορά νεκρού, κηδεία:
    • (Ερμον. Ρ 175).

[αρχ. ουσ. κηδεία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμόνας 1 ο [kiδemónas] Ο2 : αυτός που έχει τη φροντίδα και την επίβλεψη ανήλικου παιδιού, είτε αυτός είναι ο ένας γονέας είτε κάποιος άλλος, όταν απουσιάζουν ή έχουν πεθάνει οι γονείς: Nα έρθεις αύριο με τον κηδεμόνα σου! Σύλλογος γονέων και κηδεμόνων.

[λόγ. < αρχ. κηδεμών, αιτ. -όνα `προστάτης, φύλακας κάποιου΄ σημδ. γαλλ. tuteur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμόνας 2 ο : είδος ορθοπεδικής κατασκευής: Kηδεμόνες σκολίωσης.

[λόγ. < κηδεμόνας 2 σημδ. γαλλ. tuteur(;) `στήριγμα φυτού΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμόνευση η [kiδemónefsi] Ο33 : κηδεμονία3: Συνεργάζονται ισότιμα, χωρίς κηδεμονεύσεις.

[λόγ. κηδεμονεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμονεύω [kiδemonévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. (σπάν.) ασκώ την κηδεμονία ανήλικου ατόμου. 2. (μειωτ.) ασκώ εξουσία και έλεγχο επάνω σε κπ., τον καθοδηγώ επιβάλλοντας τις δικές μου απόψεις: Tο NATΟ κηδεμονεύεται από τις HΠA.

[λόγ. < μσν. κηδεμονεύω < κηδεμον- (δες κηδεμόνας) -εύω `είμαι φύλακας΄ (1: κατά την αλλ. της σημ. του κηδεμόνας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμονία η [kiδemonía] Ο25 : 1. (νομ.) μορφή επιμέλειας ανηλίκου που δεν έχει γονείς ή που οι γονείς του αδυνατούν να εκτελέσουν τα γονικά τους καθήκοντα: Έχω / ασκώ την ~ κάποιου. 2. όρος του διεθνούς δικαίου που αναφέρεται κυρίως στο επίσημο καθεστώς της διακυβέρνησης πρώην αποικιών από τις μητροπόλεις και το οποίο αποσκοπούσε στη σταδιακή απαγκίστρωση των ευρωπαϊκών κρατών από τα αποικιακά τους εδάφη. 3. (μειωτ.) άσκηση εξουσίας και ελέγχου επάνω σε κπ.· κηδεμόνευση: Tο ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα αποτίναξε την ~ της Mόσχας.

[λόγ. < αρχ. κηδεμονία `φροντίδα΄ κατά τις σημ. της λ. κηδεμόνας]

[Λεξικό Κριαρά]
κηδεύγω,
βλ. κηδεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
κήδευσις η· κήβεψις ‑ψη.
  • Φροντίδα· προστασία, βοήθεια:
    • (Ασσίζ. 18015
    • τους πόνους έχω γειαν και κήβεψήμ μου (Κυπρ. ερωτ. 7010).

[μτγν. ουσ. κήδευσις. Τ. εψη σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες