Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεφαλόδεσμος ο [kefalóδezmos] Ο20 : γενική αλλά και επίσημη ονομασία για μαντίλι ή κορδέλα η οποία δένεται στο κεφάλι για να συγκρατεί και να στολίζει τα μαλλιά.
[λόγ. < ελνστ. κεφαλόδεσμος]