Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλόδεσμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλόδεσμος ο [kefalóδezmos] Ο20 : γενική αλλά και επίσημη ονομασία για μαντίλι ή κορδέλα η οποία δένεται στο κεφάλι για να συγκρατεί και να στολίζει τα μαλλιά.

[λόγ. < ελνστ. κεφαλόδεσμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες