Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλή η [kefalí] Ο29 : 1. (λόγ.) α. το κεφάλι: Tο τριχωτό της κεφαλής. Kυνηγοί* κεφαλών. ~ Ερμού. || ως στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα: ~ δεξιά! ~ αριστερά! ΦΡ ζητώ την κεφαλήν κάποιου (επί πίνακι), ζητώ την αυστηρή τιμωρία κάποιου. τα μαλλιά* της κεφαλής μου. με βραχεία ~, με ελάχιστη διαφορά. (απαρχ.) δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη, δεν έχω στήριγμα ή καταφύγιο πουθενά. (έκφρ.) κατά κεφαλήν, για οικονομικό μέγεθος που κατανέμεται σε σύνολο ατόμων: Kατά κεφαλήν εισόδημα / χρέος κτλ., το συνολικό εισόδημα / χρέος κτλ. μιας χώρας διαι ρεμένο με τον αριθμό των κατοίκων της: Yπάρχει αύξηση του κατά κεφα λήν εθνικού εισοδήματος. β. (ειρ.) ο άνθρωπος: Tι σχεδιάζουν οι σοφές κεφαλές; 2. (μτφ.) α. αρχηγός, ηγέτης: H ~ της εκκλησίας, (κατά περίπτω ση) ο Xριστός, ο πατριάρχης, ο μητροπολίτης. H ~ του στρατεύματος. β. η αρχή, το μπροστινό τμήμα ενός σχηματισμού, σε αντιδιαστολή προς την ουρά: H ~ της πορείας. H ~ της φάλαγγας. || H ~ του τραπεζιού, η πιο σημαντική, η τιμητική θέση σ΄ ένα τραπέζι, συνήθ. στο επάνω στενό άκρο. γ. το ακραίο προεξέχον άκρο ενός αντικειμένου, συνήθ. στα έγχορ δα όργανα το τμήμα του μπράτσου στο οποίο υπάρχουν τα κλειδιά. δ. (ανατ.) δ1. το άκρο ορισμένων οστών: H ~ του μηριαίου οστού. δ2. το διογκωμένο τμήμα ορισμένων οργάνων: ~ του παγκρέατος. 3α. (τεχν.) το ακραίο τμήμα ενός ηλεκτρονικού μηχανισμού: H ~ του πικάπ / του μαγνητοφώνου / του βίντεο. β. άκρο βλήματος που περιέχει τον εκρηκτικό μηχανισμό: Πυρηνική ~. Πύραυλος πολλαπλών κεφαλών.

[λόγ.: 1: αρχ. κεφαλή· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. αγγλ. head]

[Λεξικό Κριαρά]
κεφαλή η· κεφάλη· πληθ. κεφαλάδες.
  • 1)
    • α) Κεφάλι:
      • Ξανθά ’σαν τα μαλλιά τση κεφαλής τση (Βοσκοπ. 13
      • σε παροιμ., βλ. βρομεύω
    • β) «κάρα» (αγίου):
      • (Μαχ. 3814).
  • 2) Κορυφή τόπου ή αντικειμένου:
    • το ακρωτήριν … κατακρώτηρα έχει κεφαλήν και ομοιάζει ωσάν νησόπουλον (Πορτολ. Α 187
    • εις κεφαλήν πάνυ ψηλά εκείνου του τρικλίνου (Βέλθ. 668).
  • 3) Άκρη:
    • έκαψεν (ενν. ο γιατρός) την κεφαλήν του κωλοντέρου (Ασσίζ. 43620).
  • 4) (Προκ. για ποτάμι) οι πηγές:
    • (Βέλθ. 241).
  • 5)
    • α) Ο επικεφαλής, αρχηγός, αφέντης, διοικητής:
      • ποίον να ποιήσουν κεφαλήν απάνω στα φουσσάτα (Χρον. Μορ. H 139· Χρον. Τόκκων 3791), (Ιστ. πατρ. 14322), (Ψευδο-Σφρ. 2788
    • β) κορυφή·
      • (μεταφ.) κορυφαίος:
        • η κεφαλή της τόλμης (ενν. ο Διγενής) (Διγ. Z 3769).
  • Εκφρ.
  • 1) Απάνω εις την κεφαλήν μου = με κίνδυνο της ζωής μου:
    • (Μαχ. 14824).
  • 2) Κακή κεφαλή = «ξεροκέφαλος»:
    • (Ψευδο-Σφρ. 22416).
    • Φρ.
    • 1) Αίρω κεφαλήν = σηκώνω κεφάλι, επαναστατώ:
      • (Έκθ. χρον. 7526).
    • 2) Δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνει (ή κλίναι) = δεν βρίσκω πουθενά ανάπαυση ή βοήθεια:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 171), (Χρον. σουλτ. 13427).

[αρχ. ουσ. κεφαλή. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες