Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερκυραϊκός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερκυραϊκός -ή -ό [kerkiraikós] Ε1 : που έχει σχέση με την Kέρκυρα ή τους Kερκυραίους.

[λόγ. < αρχ. Κερκυραϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες