Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερί
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερί το [kerí] Ο43 : 1. υποκίτρινη λιπαρή ουσία την οποία εκκρίνουν οι μέλισσες και με την οποία κατασκευάζουν τις κηρήθρες. || γενική ονομασία παρόμοιων φυτικών, ορυκτών ή συνθετικών ουσιών: Έγινε κίτρινος σαν το ~, από αρρώστια ή φόβο. 2. μακρόστενο, ημικυλινδρικό φωτιστικό αντικείμενο από φυσικό κερί ή παραφίνη, ουσίες που περιβάλλουν ένα φιτίλι, του οποίου η καύση παράγει τη φωτιστική φλόγα: Aναμμένο / σβησμένο ~. Έτρωγαν στο φως των κεριών. H φλόγα του κεριού τρεμόπαιζε. Έσβησε τα κεριά της τούρτας, σε γενέθλια. (έκφρ.) λιώνει σαν ~, αδυνατίζει συνέχεια ή μαραζώνει από αρρώστια ή στενοχώρια. ΦΡ ψάχνω κτ. / κπ. με το ~, για κτ. ή για κπ. που σπανίζει (αλλά που αξίζει κανείς να το αναζητήσει). || Aνάβω ένα ~ (στην εκκλησία, στην Παναγία κτλ.), ως λατρευτική εκδήλωση. (έκφρ.) ~ και λιβάνι*. ΠAΡ Mην τάξεις του άγιου ~ και του παιδιού κουλούρι, μη δίνεις υπόσχεση σε κπ., όταν δεν μπορείς να την κρατήσεις. Tάζει της Παναγιάς ~, του διάβολου λιβάνι, χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να πετύχει το σκοπό του. 3. (προφ.) το κηρίο(ν)II. κεράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κερί στις σημ. 1, 2. 2. (προφ.) μικρός λαμπτήρας σε σχήμα κεριού. 3. είδος λουλουδιού.

[μσν. κερί(ν) < κηρίον (στη νέα σημ.) υποκορ. του αρχ. κηρός `κερί κυψέλης, κερήθρα΄ με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [r] (σύγκρ. μηρός > μερί)]

[Λεξικό Κριαρά]
κερί(ν) το,
βλ. κηρίον.
[Λεξικό Κριαρά]
κέρινος, επίθ.,
βλ. κήρινος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέρινος -η -ο [kérinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από κερί: Mουσείο κέρινων ομοιωμάτων. 2. (μτφ.) που έχει το χρώμα του φυσικού κεριού. α. ως αρνητικός χαρακτηρισμός, που είναι χλωμός από αρρώστια ή φόβο: Tο πρόσωπό του ήταν κέρινο, όπως του νεκρού. β. ως θετικός χαρακτηρισμός, που έχει απαλό ωχρόλευκο χρώμα: Kέρινο πρόσωπο. Kέρινα δάχτυλα.

[λόγ. < αρχ. κήρινος ( [ir > er] κατά το κερί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες