Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κείμαι [
íme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. κείμενος : (λόγ.) I1. κείτομαι, στην έκφραση ενθάδε κείται, εδώ βρίσκεται θαμμένος, (επιγραφή επάνω σε τάφους). 2. (στο γ' πρόσ., για οικισμό, περιοχή, τοποθεσία) βρίσκομαι: Tο χωριό κείται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τη θάλασσα. II. (μππ.) 1. στη ΦΡ (θίγω) τα κακώς κείμενα, για δύσκολη, προβληματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, που υπάρχει από καιρό: Mη θίγεις τα κακώς κείμενα. Για να αντιμετωπισθούν τα κακώς κείμενα 2. (νομ.) που ισχύει, που έχει νομικό κύρος: Οι κείμενοι νόμοι. Οι κείμενες διατάξεις. [λόγ. < αρχ. κεῖμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κείμαι.
-
- 1)
- α) Είμαι ξαπλωμένος, κείτομαι:
- (Διγ. Esc. 180), (Λίβ. N 2048)·
- β) αναπαύομαι, κοιμάμαι:
- (Λίβ. P 2021).
- α) Είμαι ξαπλωμένος, κείτομαι:
- 2) Βρίσκομαι κάπου ή σε κάποια κατάσταση, υπάρχω:
- «Φουσσάτον είδαμεν πολύν και κείται εις τον κάμπον …» (Αχιλλ. L 326)·
- πάλιν εις αυτόν τον σκοπόν κείται ο νους μου (Λίβ. P 1823).
- 3) Ανήκω:
- Τοιαύτη γαρ ανταμοιβή κείται τοις αλαζόσι (Γλυκά, Στ. 423).
- 4) Βρίσκομαι στην εξουσία:
- ο πλούτος και η πενία εις του Θεού το θέλημα κείνται (Σπαν. V 147).
- 5) Είμαι άρρωστος:
- (Διγ. Esc. 1848).
- 6) Είμαι θαμμένος:
- (Βίος Αλ. 3769).
- Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = θεσμοθετημένος· νόμιμος, δίκαιος:
- τούτον ουδέν ένι δίκαιον και κείμενον κατά την ασσίζαν (Ασσίζ. 1491)·
- κείμενον ένι να ηγνωρίζετε εκείνον τό ο νόμος … ορίζει (Ασσίζ. 11212‑3).
[αρχ. κείμαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)