Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καύχημα το [káfxima] Ο49 : αυτό για το οποίο δίκαια κάποιος υπερηφανεύεται ή καμαρώνει: Tο Mέγαρο της Mουσικής είναι το ~ της πόλης μας. Tο καινούριο μοντέλο είναι το ~ της εταιρείας. || (για πρόσ.): Tο ~ του σχολείου / της οικογένειας.
[λόγ. < αρχ. καύχημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- καύχημα το· καύκημα· καύκισμα· καύχημαν· καύχισμα.
-
- 1)
- α) Καυχησιολογία:
- (Χρον. Μορ. H 3836), (Βίος Αλ. 1741)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- εκαυχήσθησαν καυχήματα ψεύστικα (Διγ. Άνδρ. 3421)·
- β) έπαρση, αλαζονεία:
- με περίσσον καύχημα ’ς κείνην την μάχην δράμαν (Αχέλ. 336· Διήγ. παιδ. 782).
- α) Καυχησιολογία:
- 2)
- α) Αφορμή περηφάνειας, καυχησιολογίας, αντικείμενο καύχησης, καμάρι:
- μόνος οδεύει πάντοτε καύχημα τούτο (ενν. την ανδρείαν) έχων (Διγ. Gr. 2896)·
- τέκνον μου ποθεινότατον, καύχημα των γονέων (Διγ. Z 1481· Ανακάλ. 4)·
- β) αιτία δόξας, αγαλλίασης:
- των παρθένων καύχημα (ενν. η Θεοτόκος) (Εις Θεοτ. 25· Διακρούσ. 11713).
- α) Αφορμή περηφάνειας, καυχησιολογίας, αντικείμενο καύχησης, καμάρι:
[αρχ. ουσ. καύχημα. Ο τ. ‑χισμα στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- 1)