Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καύμα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καύμα το [kávma] Ο48 : υπερβολική ζέστη, καύσωνας. || (μετεωρ.) κυνικά* καύματα.

[λόγ. < αρχ. καῦμα]

[Λεξικό Κριαρά]
καύμα το· κάημα· κάμαν.
  • 1) Υπερβολική ζέστη:
    • (Διγ. Z 1883).
  • 2) Κάψιμο· θυσία:
    • (Θυσ. 844).
  • 3) Ψυχικός πόνος, «καημός»:
    • Σκλερόν … ριζικόν μου, το μίσσεμάν της να ’χει τόσον κάμαν (Κυπρ. ερωτ. 10111).

[αρχ. ουσ. καύμα. Ο τ. κάημα και σήμ. ιδιωμ. Τ. κάμα και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καυματίζομαι.
  • Υποφέρω από πυρετό:
    • (Κυνοσ. 5901).

[μτγν. καυματίζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
καυματισμός ο.
  • Πυρετός:
    • (Ορνεοσ. 58026).

[<αόρ. του καυματίζω + κατάλ. μός]

[Λεξικό Κριαρά]
καυματώδης, επίθ.· καματώδης.
  • Υπερβολικά ζεστός:
    • καιρός ψυχρός ή καματώδης (Φυσιολ. (Legr.) 321).

[αρχ. επίθ. καυματώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
καυματώνομαι.
  • Υποφέρω, βασανίζομαι από τη ζέστη:
    • κρύσταλλοι και πάγοι εις ψυχοπαρηγόρημαν παντός καυματωμένου (Καλλίμ. 404).

[μτγν.(;) καυματόω· πβ. Steph. (ούμαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες