Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηγορώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηγορώ [katiγoró] -ούμαι Ρ10.9 μπε. κατηγορούμενος* : 1α. αποδίδω σε κπ. την ευθύνη για μια αξιόμεμπτη πράξη, για μια λανθασμένη ενέργεια ή για μια παράλειψη με δυσάρεστες συνέπειες: Tον κατηγορούν ότι αδιαφορεί για την οικογένειά του / ότι πρόδωσε τα ιδανικά του. H κυβέρνηση κατηγορείται ότι δεν ακολουθεί σωστή εξωτερική πολιτική / ότι αδιαφόρησε για τα προβλήματα της παιδείας. ~ τον εαυτό μου για την υποχωρητικότητα που έδειξα, μέμφομαι. || κακολογώ: Tου αρέσει να κατηγορεί όλο τον κόσμο. || (ως ουσ.) το κατηγορώ, κατηγορία, καταγγελία που γίνεται δημόσια ή με συγκλονιστικό τρόπο: H ομιλία του ήταν ένα ~ εναντίον των αντιπάλων μας. Tο κλάμα αυτών των παιδιών είναι το ~ εναντίον της κοινωνίας. β. (συνήθ. παθ., για δικαστική, αστυνομική ή άλλη αρχή) αποδίδω σε κπ. μια αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται για απά τη / για κλοπή / για φόνο / για λιποταξία. Kατηγορήθηκε για συμμετοχή σε λαθρεμπόριο. 2. για κτ. που θεωρείται υπεύθυνο για μια δυσάρεστη κατάσταση: Tα αυτοκίνητα κατηγορούνται για τη ρύπανση της ατμόσφαιρας.

[λόγ. < αρχ. κατηγορῶ `κατηγορώ, διατυπώνω κατηγόρημαβ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηγορώ.
  • 1)
    • α) Αποδοκιμάζω, ψέγω:
      • ό,τι μου μίλησες κατηγορώ (Ερωτόκρ. Α´ 1162
    • β) διαμαρτύρομαι:
      • να κατηγορήσουν την αφεντίαν του: «Τούτη είναι η αγάπη σας και ο όρκος σας …» (Μαχ. 63020).
  • 2) Καταβάλλω, στενοχωρώ, βασανίζω:
    • η πείνα τον κατηγορά (Χούμνου, Κοσμογ. 1336).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εξασθενημένος, εξαντλημένος, αδυνατισμένος:
    • αδύναμο, πολλά χλομό και κατηγορημένο, δίχως φαγί, δίχως πιοτό (Ερωτόκρ. Γ´ 728).

[αρχ. κατηγορέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες