Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταυγάζω [katavγázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. για πηγή φωτός που φωτίζει πάρα πολύ μια μεγάλη επιφάνεια: Ο προβολέας / η πανσέληνος καταύγασε τον ουρανό. Ολόκληρη η πόλη καταυγάστηκε από χιλιάδες πυροτεχνήματα. 2. (μτφ.) φωτίζω με πνευματική ακτινοβολία: H αρχαία Ελλάδα καταυγάζει το σύγχρονο κόσμο. Hρωικές μορφές που καταυγάζουν την ιστορία του τόπου μας.
[λόγ. < αρχ. καταυγάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταυγάζω.
-
- Λάμπω, φωτίζω:
- (Διγ. Z 3860).
[μτγν. καταυγάζω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Λάμπω, φωτίζω: