Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατίθημι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατατίθημι.
  • I. (Ενεργ.) (προκ. για νεκρό) ενταφιάζω:
    • (Byz. Kleinchron. Α´ 7611c).
  • II. Μέσ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι:
        • τον παίδα σου κατάθου (Διγ. Z 749).
      • 2) Συμφωνώ, δέχομαι:
        • αν τούτο ουδέν κατατεθεί να το ποίσει (Ασσίζ. 23628‑9).
    • Β´ (Αμτβ.) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι:
      • εις τούτου την μονήν ζητώ εκεί κατατεθήναι (Προδρ. IV 657 χφ P κριτ. υπ).

[αρχ. κατατίθημι. Βλ. και καταθέτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες