Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασπιλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασπιλώνω [kataspilóno] -ομαι Ρ1 : σπιλώνω κτ. ή κπ. πάρα πολύ, τον ατιμάζω με βαριές κατηγορίες: Kατασπιλώθηκε η υπόληψή του / το όνο μά του. Kατασπίλωσε έντιμους πολίτες.

[λόγ. < ελνστ. κατασπιλ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κατασπιλώνω.
  • Κηλιδώνω· (μεταφ.):
    • εκατεσπίλωσα της σαρκός μου χιτώνα (Διακρούσ., Πένθος 227).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κηλιδωμένος:
    • την ψυχήν την … κατασπιλωμένην (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2590).

[παλαιότ. κατασπιλόω (5. αι., Lampe) <πρόθ. κατά + σπιλόω (βλ. –ώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες