Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταρχή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταρχήν [katarxín] επίρρ. : α. όσον αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος· κατ΄ αρχήν: Συμφώνησαν ~, διαφώνησαν όμως σε ορισμένες λεπτομέρειες. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε ~ και κατ΄ άρθρο. β. αντί του κατ΄ αρχάς.

[λόγ. < αρχ. φρ. κατ΄ ἀρχάς `στην αρχή΄ (με τροπή στον εν.) σημδ. γαλλ. en principe (εν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατάρχης ο,
βλ. κρατάρχης.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες