Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατανόηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατανόηση η [katanóisi] Ο33 : η δυνατότητα να καταλάβει κάποιος πολύ καλά: α. τη σημασία μιας έννοιας ή τις σχέσεις που συνδέουν τις έννοιες μεταξύ τους: Οι μαθητές συναντούν δυσκολίες στην ~ ορισμένων λέξεων / του αρχαίου κειμένου / του βαθύτερου νοήματος του ποιήματος. Mε τη σωστή διδασκαλία γίνεται πιο εύκολη η ~ των μαθηματικών. β. τις αιτίες και τα αποτελέσματα που διαμορφώνουν μια κατάσταση: Mόνο με την ~ των κοινωνικών προβλημάτων θα οδηγηθούμε στη λύση τους. H ~ των ιστορικών γεγονότων. γ. τη νοοτροπία, την ψυχολογική κατάσταση ή τη θέση στην οποία βρίσκεται κάποιος: H ~ μεταξύ των λαών είναι προϋπόθεση της ειρήνης. Δείξε σε παρακαλώ ~ και μην τον παρεξηγείς. Οι γονείς πρέπει να έχουν ~, για να μη συγκρούονται με τα παιδιά τους. Mε άκουσε με πολλή / με μεγάλη ~. H εταιρεία μας ζητά την ~ του κοινού για την ανωμαλία που παρουσιάστηκε.

[λόγ.: α: ελνστ. κατανόη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παρατήρηση΄· β, γ: σημδ. γαλλ. compréhension, entendement & αγγλ. understanding]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες