Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατανοητός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατανοητός -ή -ό [katanoitós] Ε1 : που μπορεί να τον κατανοήσει, να τον καταλάβει κάποιος. ANT ακατανόητος: H λύση του προβλήματος δεν έγινε κατανοητή από τους μαθητές. Είναι κατανοητή και δικαιολογημένη η δυσπιστία σου. Ήμουνα πολύ σαφής και πιστεύω ότι έγινα ~. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας ότι η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει σκληρή εργασία. κατανοητά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κατανοη- (κατανοώ) -τός μτφρδ. γαλλ. compréhensible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες