Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταλόγι το· καταλόγιν· κατελόγι(ν).
-
- 1)
- α) Έμμετρη αφήγηση, στιχούργημα:
- Είπαν και ετραγούδησαν τούτο το καταλόγιν (Λίβ. P 1679· Σπανός A 305)·
- β) μοιρολόι:
- την Ρόδον την εξακουστήν … θρηνήσετε και πείτε της οκάτι καταλόγι (Γεωργηλ., Θαν. 36).
- α) Έμμετρη αφήγηση, στιχούργημα:
- 2) Παροιμία, λόγος, ανέκδοτο:
- να θυμούμαι, μου ’πασι της γρας το καταλόγι (Γαδ. διήγ. 245).
- 3) Προφητεία:
- εσήκωσεν το καταλόγι του και είπεν: «Λέει ο Βιλεάμ …» (Πεντ. Αρ. XXIV 15).
[<ουσ. κατάλογος + κατάλ. ‑ι]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλόγια τα [katalója] Ο44 : δημώδη βυζαντινά ερωτικά τραγούδια. || ονομασία συλλογής με τα παραπάνω τραγούδια.
[πληθ. του μσν. καταλόγι(ν) υποκορ. του καταλογή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλογίζω [katalojízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αποδίδω σε κπ. κάποια επιλήψιμη ενέργεια ή συμπεριφορά: Tου καταλόγισαν βαριές ευθύνες για το τροχαίο ατύχημα. Tους ~ αμέλεια / επιπολαιότητα, γιατί δεν ειδοποίησαν έγκαιρα τις αρχές. Mη μου καταλογίζεις παραλείψεις και λάθη που δεν έκανα. || Tης καταλογίζουν ως μειονέκτημα τη μεγάλη ευαισθησία της, τη θεωρούν, την κρίνουν ως
Tι έχεις να του καταλογίσεις;, έχεις να πεις κάτι εις βάρος του; 2. χρεώνω, λογαριάζω ένα ποσό σε βάρος κάποιου: Θα του καταλογιστούν όλες οι ζημιές. Tου καταλογίστηκαν εκατό χιλιάδες ως έξοδα της δίκης.
[λόγ. < αρχ. καταλογίζω `λογαριάζω, αποδίδω (με θετ. σημ.)΄ σημδ. γαλλ. imputer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλογισμός ο [katalojizmós] Ο17 : η ενέργεια του καταλογίζω. 1. κρίση με την οποία αποδίδεται σε κπ. ενέργεια ή συμπεριφορά ποινικά κολάσιμη ή επιλήψιμη: Θα γίνει ~ ευθυνών, ώστε να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι. Δεν μπορεί να του γίνει ~ των πράξεών του, γιατί έχει το ακαταλόγιστο. || (νομ.) ικανότητα για καταλογισμό, η ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεών του και να μπορεί να τις ελέγχει: Οι ψυχοπαθείς / οι διανοητικά ανάπηροι έχουν ελαττωμένη / δεν έχουν ικανότητα για καταλογισμό. 2. χρέωση, υπολογισμός ενός ποσού σε βάρος κάποιου: Έγινε ~ του ελλείμματος στον ταμία.
[λόγ. < ελνστ. καταλογισμός `υπολογισμός΄ κατά τις σημ. της λ. καταλογίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλογιστό το [katalojistó] Ο38 : (νομ.) ηθική ή νομική υπευθυνότητα. ANT ακαταλόγιστο.
[λόγ. καταλογισ- (καταλογίζω) -τόν, ουδ. του -τός απόδ. γαλλ. imputabilité]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταλογίτσιν το.
-
- Σύντομο παραπονετικό στιχούργημα με περιεχόμενο ερωτικό:
- καταλογίτσιν τραγουδεί ο Αχιλλεύς (Αχιλλ. N 1222).
[<ουσ. καταλόγιν + κατάλ. ‑ίτσιν. Τ. ‑λουγίτσ’ σήμ. ιδιωμ.]
- Σύντομο παραπονετικό στιχούργημα με περιεχόμενο ερωτικό: