Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακρήμνισμα το [katakrímnizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κατακρημνίζω2, προϊόν που προέρχεται από κατακρήμνιση.
[λόγ. κατακρημνισ- (κατακρημνίζω) -μα]