Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακλέβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακλέβω [kataklévo] Ρ αόρ. κατάκλεψα, απαρέμφ. κατακλέψει : 1. κλέ βω πάρα πολλά ή όλα τα αντικείμενα ή τα χρήματα που έχει κάποιος ή που βρίσκονται κάπου: Mπήκαν στο σπίτι μου διαρρήκτες και με κατάκλεψαν. Aρχαιοκάπηλοι έχουν κατακλέψει τα ξωκλήσια. 2. εκμεταλλεύομαι πάρα πολύ κπ. οικονομικά: Mε κατάκλεψαν σ΄ αυτό το εστιατόριο, μου χρέωσαν τη μερίδα πανάκριβα.

[κατα- κλέβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες