Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταζητώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταζητώ [katazitó] -ούμαι Ρ10.9 : ερευνώ για να ανακαλύψω τον τόπο διαμονής ή το κρησφύγετο κάποιου που διώκεται, και να τον συλλάβω: H αστυνομία καταζητεί τους δράστες της ληστείας. Ο τάδε καταζητείται (για φόνο). || (μπε., ως ουσ.): Ο καταζητούμενος είναι σεσημασμένος διαρρήκτης.

[λόγ. < ελνστ. καταζητῶ `ερευνώ΄ σημδ. γαλλ. poursuivre]

[Λεξικό Κριαρά]
καταζητώ.
  • Ψάχνω να βρω, αναζητώ (κάπ.):
    • να σε καταζητήσομεν όπου δ’ αν και τυγχάνεις (Διγ. Gr. 252).

[<πρόθ. κατά + ζητώ. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες