Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδικάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδικάζω [kataδikázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κηρύσσω ένοχο έναν κατηγορούμενο, ενώπιον του δικαστηρίου, και του επιβάλλω κάποια ποινή. ANT αθωώνω: Tο δικαστήριο / το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο / σε ισόβια κάθειρξη. Kαταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση τριών μηνών. β. αποδοκιμάζω έντονα κπ. ή κτ.: Mη σπεύδεις να τον καταδικάσεις, προσπάθησε να τον δικαιολογήσεις. Όλοι καταδικάζουν τη συμπεριφορά του. H διεθνής κοινότητα καταδίκασε την τουρκική εισβολή στην Kύπρο. Tο έργο του καταδικάστηκε από τους κριτικούς. 2. (μτφ.) α. εκτιμώντας τα δεδομένα που έχω υπόψη μου, προβλέπω την κακή εξέλιξη μιας κατάστασης: H επιστήμη / οι γιατροί τον έχουν καταδικάσει, για ασθενή που πάσχει από ανίατο ή θανατηφόρο νόσημα. Είναι καταδικασμένος να ζει σε αναπηρική καρέκλα. Kάθε προσπάθειά μας είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Tο έργο του είναι καταδικασμένο να ξεχαστεί. || για κτ. που είναι μοιραίο, αναπότρεπτο: Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να πεθάνει. || περιπαιχτικά ή μερικές φορές και θετικά: Είσαι καταδικασμένος να ξοδέψεις όλα αυτά τα χρήματα που κέρδισες στο λαχείο! β. επιβάλλω σε κπ. κτ. δυσάρεστο ή δημιουργώ τις προϋποθέσεις που θα τον οδηγήσουν σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση: Mε τις ασωτείες του καταδίκασε τα παιδιά του στη φτώχεια. Tο εκπαιδευτικό μας σύστημα καταδικάζει πολλούς νέους να μείνουν αμόρφωτοι / άνεργοι.

[αρχ. καταδικάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταδικάζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Κατηγορώ, κατακρίνω:
        • αν εύρει μέσα σφάλματα, μη με καταδικάσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 58020
        • τη γνώμη σου πολλά καταδικάζω (Στάθ. Α´ 28
      • β) απορρίπτω, αποκλείω:
        • (Μαχ. 29035), (Λίβ. P 2735).
    • 2)
      • α) Επιβάλλω ποινή, τιμωρώ:
        • Εσέν εκατεδίκασεν απόφασιν θανάτου (Φλώρ. 556
        • καθέναν με το πταίσμα του τονε καταδικάζει (Ιστ. Βλαχ. 1394
      • β) (παθ. με σύστ. αντικ.) μου επιβάλλεται κ. ως ποινή:
        • την καταδίκην μου … απέ τον έρωτα τήν εκατεδικάστην (Λίβ. Esc. 382).
    • 3) Κατανικώ, νικώ τιμωρώντας:
      • να πολεμήσει μετ’ αυτόν, να τον καταδικάσει (Χρον. Μορ. H 6684).
    • 4) Προκαλώ δεινά, καταστρέφω:
      • σε εκαταδίκασαν (ενν. την Πόλη) τα άγρια θηρία (Θρ. Κων/π. B 14
      • μέθη πολλούς εγκρέμισεν, πολλούς καταδικάζει (Ιστ. Βλαχ. 2085).
    • 5) Αναγκάζω κάπ. να κάνει κ.:
      • καταδικάζουσί τονε να βλέπεται μη φταίσει, μηδέ θελήσει να σφαγεί (Ερωτόκρ. Β´ 732).
  • II. (Μέσ.) κρίνομαι σε δικαστήριο:
    • (Ασσίζ. 33813).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταλαίπωρος, άμοιρος:
    • τες χήρες τες πτωχές τες καταδικασμένες (Γαδ. διήγ. 249
    • εβγαίνασιν ως αιχμαλωτισμένοι, μαύροι και ολολύπητοι και καταδικασμένοι (Διακρούσ. 10510).

[αρχ. καταδικάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες