Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγράφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταγράφω [kataγráfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέγραψα, απαρέμφ. καταγράψει, παθ. αόρ. καταγράφηκα και καταγράφτηκα, απαρέμφ. καταγραφεί και καταγραφτεί, μππ. καταγραμμένος και καταγεγραμμένος* : 1α. γράφω σε ειδικό κατάλογο επίσημα, ταξινομημένα στοιχεία: ~ τα κονδύλια / τις εισπράξεις στα λογιστικά βιβλία. Όλα τα αντικείμενα του μουσείου έχουν καταγραφεί λεπτομερώς. β. για όργανο που σημειώνει σε ενδεικτικό πίνακα μετρητά μεγέθη: Tο θερμόμετρο κατέγραψε θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Tα όργανα του Σεισμολογικού Iνστιτούτου κατέγραψαν ελαφρές σεισμικές δονήσεις. 2α. αποτυπώνω γραπτά πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τομείς της κοινωνικής και πνευματικής μας ζωής: H στατιστική υπηρεσία θα καταγράψει το εργατικό δυναμικό / τις αστικές οικοδομές. Στις εκλογές καταγράφεται η δύναμη των πολιτικών κομμάτων. Οι λαογράφοι έχουν καταγράψει πλήθος από στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού. β. παρουσιάζω γεγονότα ή καταστάσεις με το γραπτό λόγο ή και με άλλα εκφραστικά μέσα: Ο συγγραφέας καταγράφει στα έργα του τα γεγονότα που συντάραξαν τον αιώνα μας. γ. αποτυπώνω την εικόνα ή τον ήχο με τη βοήθεια τεχνικών μέσων: Mε την κάμερα / με τη φωτογραφική μηχανή / με το μαγνητόφωνο καταγράφονται τα γεγονότα της επικαιρότητας.

[λόγ.: 2: αρχ. καταγράφω· 1: σημδ. γαλλ. enregistrer]

[Λεξικό Κριαρά]
καταγράφω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Περιλαμβάνω κάπ. σε κατάλογο:
      • εκατέγραψαν τον λαόν, τους πρώτους του φουσσάτου (Χρον. Μορ. H 1837).
    • 2) Κάνω γραπτή περιγραφή:
      • Ψελλός ο σοφιστής κατέγραψεν την δίκην (Ελλην. νόμ. 51418).
    • 3) (Μεταφ.) χαράζω κ. στο νου μου:
      • Η αλεπού … άκουέ τα του λύκου τα ’γκαλέσματα, όλα κατάγραφέ τα (Αιτωλ., Μύθ. 7112).
  • II. (Μέσ.) διαβεβαιώνω κ. εγγράφως:
    • είπερ αυτός νικήσεις, ως κατεγράψω πρότερον, εγώ σε στεφανώσω (Βίος Αλ. 2421).

[αρχ. καταγράφω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες