Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταγίνομαι [katajínome] Ρ λαϊκότρ. αόρ. καταγίνηκα, λαϊκότρ. απαρέμφ. καταγενεί : ασχολούμαι με κάποια δραστηριότητα: Όλη την ημέρα καταγίνεται με τον κήπο του. Tώρα τελευταία άρχισε να καταγίνεται και με μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων.
[ελνστ. καταγίνομαι, αρχ. σημ.: `κατοικώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταγίνομαι.
-
- Γίνομαι:
- Ύλη καταγενόμεθα και των σκωλήκων βρώμα (Αλφ. 1539).
[μτγν. καταγίνομαι (αρχ. ‑γίγνομαι). Η λ. και σήμ.]
- Γίνομαι: