Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβασανίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταβασανίζω [katavasanízo] -ομαι Ρ2.1 : βασανίζω κπ. πολύ.

[λόγ. < αρχ. καταβασανίζω `εξετάζω σε βάθος΄ κατά τη σημ. της λ. βασανίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταβασανίζω.
  • Βασανίζω πολύ:
    • τον εκατεβασάνισεν κόρης ωραίας αγάπη (Λίβ. Sc. 2648).

[αρχ. καταβασανίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες