Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάφρακτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κατάφρακτος, επίθ.
  • Θωρακισμένος:
    • κατάφρακτοι πάντες μετά ισχυράς και σιδηράς πανοπλίας (Καναν. 316).
  • Το αρσ. ως ουσ. = θωρακοφόρος:
    • Στρατολογήσας γαρ αυτός χιλίους καταφράκτους (Βίος Αλ. 1533).

[αρχ. επίθ. κατάφρακτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάφρακτος -η -ο [katáfraktos] Ε5 : (λόγ.) που είναι πολύ καλά θωρακισμένος, προστατευμένος: Kατάφρακτοι ιππότες του Mεσαίωνα.

[λόγ. < αρχ. κατάφρακτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες