Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάπληξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάπληξη η [katápliksi] Ο33 : η ψυχολογική κατάσταση που προκαλείται από κτ. απροσδόκητο ή ασυνήθιστο και παράξενο: Tον θεωρούσα τίμιο και μου προξενούν ~ αυτά που ακούω σε βάρος του. Mε ~ παρακολούθησε το κοινό τις πρώτες κινηματογραφικές ταινίες. Ένιωσε ~ και φόβο / ~ και θαυμασμό. Έμεινε άφωνος / με ανοιχτό το στόμα από ~.

[λόγ. < αρχ. κατάπληξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες