Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάντης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατάντησις η· κατήντησις.
  • Κατάσταση στην οποία καταντά κάπ., κατάντημα:
    • όλος απελπίστηκα, ουκ έχω πλιο βοήθεια· εις τέτοιαν κατάντησιν μ’ απέσωσε η αγάπη (Θησ. Ι´ [266]).

[μτγν. ουσ. κατάντησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες