Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάλυσις ‑ση η.
-
- 1)
- α) Κατάργηση:
- της καταλύσεως του τυράννου (Δούκ. 14325)·
- β) αφανισμός:
- κατάλυση τση νιότης μου (Πανώρ. Β´ 532)·
- γ) θάνατος:
- (Διγ. Άνδρ. 39929).
- α) Κατάργηση:
- 2) (Προκ. για έγγρ.) ακύρωση:
- (Ερωτοπ. 545).
[αρχ. ουσ. κατάλυσις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)