Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυκεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρυκεύω [karikévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α μππ. καρυκευμένος : 1. προσθέτω στο φαγητό, όταν το μαγειρεύω, καρυκεύματα για να το κάνω νόστιμο. 2. (μτφ.) διανθίζω το λόγο μου με χαριτολογήματα ή με άλλες αναφορές που δίνουν έναν ανάλαφρο τόνο σε μια ομιλία ή σε ένα κείμενο σοβαρό ή κουραστικό: H διήγησή του ήταν καρυκευμένη με πολύ χιούμορ.

[λόγ. < ελνστ. καρυκεύω `μαγειρεύω με πλούσια σάλτσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες