Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρίνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρίνα η [karína] & καρένα η [karéna] Ο25 : το κατώτερο τμήμα του σκελετού του πλοίου, που εκτείνεται από την πλώρη έως την πρύμνη και που σχηματίζεται από ένα ή από περισσότερα ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια· τρόπιδα.

[ελνστ. καρῖνα ίσως αντδ. < λατ. carina `καρυδότσουφλο, καρίνα΄ < αρχ. κάρυον· ιταλ. carena (< λατ. carina)]

[Λεξικό Κριαρά]
καρίνα η.
  • (Ναυτ.) τρόπιδα του πλοίου:
    • (Καραβ. 4922).

[μτγν. ουσ. καρίνα (Soph.). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες