Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καουτσούκ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καουτσούκ το [kautsúk] Ο (άκλ.) : ελαστική, αδιάβροχη ουσία που παράγεται από το γαλακτικό χυμό ορισμένων τροπικών φυτών ή που είναι προϊόν από παράγωγα πετρελαίου και η οποία χρησιμοποιείται στη βιομηχανία: Φυσικό / συνθετικό ~. Mπότες από ~, από λάστιχο. || (ως επίθ.): ~ σόλα παπουτσιών.

[λόγ. < γαλλ. caoutchouc (από γλ. Ινδιάνων του Ισημερινού) (ορθογρ. δαν.: γαλλ. προφ. [kautsu] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καουτσουκένιος -α -ο [kautsukéos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από καουτσούκ.

[καουτσούκ -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες