Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανόνας
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάνονας ο [kánonas] Ο5 : κανόνας 4.

[σύντμ. του μσν. νομοκάνονας]

[Λεξικό Κριαρά]
κανόνας ο, βλ. κανών.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανόνας 1 ο [kanónas] Ο2 : I1. ό,τι ρυθμίζει υποχρεωτικά σχέσεις ή τρόπους ενέργειας. α. γενική διατύπωση που αφορά τη μορφή και τις σχέσεις όμοιων φαινομένων· (πρβ. νόμος): Γραμματικοί / συντακτικοί κανόνες. Οι κανόνες της αριθμητικής / της γεωμετρίας. Σύμφωνα με τους κανόνες του συλλαβισμού τα δίψηφα δε χωρίζονται. Οι κανόνες του τονισμού έχουν πολλές εξαιρέσεις. (έκφρ.) κάθε ~ έχει και τις εξαιρέσεις του ή δεν υπάρχει ~ χωρίς εξαίρεση, για να δηλώσουμε ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο. η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα, για να δηλώσουμε τη γενι κή ισχύ που έχει μια κρίση, μια άποψη. || Οι κανόνες της λογικής, που είναι θεμελιωμένοι στη λογική νόηση. β. κατευθυντήρια γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει κανείς σε κπ. τομέα: Tαινία γυρισμένη με όλους τους κανόνες της κινηματογραφικής τέχνης. || έργο που χρησιμεύει ως υπόδειγμα: Ο ~ του Πολυκλείτου, το άγαλμα «Δορυφόρος» που δίνει τις ακριβείς αναλογίες του αντρικού σώματος. γ. (οικον.) νομισματικός ~, η καθορισμένη βάση του νομισματικού συστήματος ενός κράτους. Xρυσός* ~. ~ χρυσού. 2α. ό,τι ρυθμίζει με την ισχύ του νόμου ή της συνήθειας τον τρόπο συμπεριφοράς και γενικά τις σχέσεις των ατόμων μέσα στο κοινωνικό ή σε οποιοδήποτε άλλο σύνολο: Kανόνες δικαίου, το δίκαιο που ισχύει σε μια κοινωνία. Zει σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες. Kανόνες καλής συμπεριφοράς. Οι κανόνες της μοναστικής ζωής. Kανόνες οδικής κυκλοφορίας, που ρυθμίζουν την κίνηση οχημάτων και πεζών. H ειλικρίνεια είναι γι΄ αυτόν ~ απαράβατος / ~ ζωής. Tηρώ / εφαρμόζω / παραβαίνω έναν κανόνα. || Οι κανόνες ενός παιχνιδιού, συμβάσεις που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο παίζεται ένα παιχνίδι, και ως έκφραση, όροι που πρέπει να γίνουν αποδεκτοί και από τις δύο πλευρές σε μια πολιτική, κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα. β. ιεροί κανόνες, που έχουν θεσπιστεί από την εκκλησία και αφορούν κυρίως την πρακτική ζωή των πιστών, σε αντιδιαστολή προς τους νόμους του κράτους που αφορούν την εκκλησία. II. ό,τι συμβαίνει συνήθως ή ό,τι έχει καθιερωθεί να γίνεται. ANT εξαίρεση: Οι φθινοπωρινές βροχές είναι ο ~. Στην οικογένειά μας όλοι είναι ψηλοί, εγώ είμαι η εξαίρεση του κανόνα. Φέτος έγινε μια παρέκκλιση από τον κανόνα που ισχύει χρόνια, να συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια την πρωτοχρονιά. (έκφρ.) κατά (γενικό) κανόνα: Οι σημερινοί νέοι είναι κατά κανόνα κοινωνικά ώριμοι.

[λόγ.: Ι1α, β: αρχ. κανών, αιτ. -όνα `αλφάδι, χάρακας, πρότυπο΄, ελνστ. σημ.: `γενικός νόμος΄· Ι1γ: σημδ. γαλλ. règle d΄or & αγγλ. golden rule· Ι2α: σημδ. γαλλ. règle & αγγλ. rule· Ι2β: μσν. σημ.· ΙΙ: σημδ. αγγλ. rule]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανόνας 2 ο : 1α. μακρόστενο όργανο, με τετραγωνική διατομή ή πεπλατυσμένο και με οξεία τη μία πλευρά, που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών· χάρακας: Ο ~ και ο διαβήτης είναι τα κύρια γεωμετρικά όργανα. ~ σχήματος ταυ, το ταυ. || το παραπάνω όργανο με υποδιαιρέσεις του μέτρου· υποδεκάμετρο. β. λογαριθμικός / υπολογιστικός ~, όργανο για μαθηματικούς υπολογισμούς, που αποτελείται από δύο κανόνες με υποδιαιρέσεις και με σύμβολα, από τους οποίους ο στενότερος σύρεται μέσα στο μεγαλύτερο. 2. (αρχιτ.) καθένα από τα επιμήκη μαρμάρινα στοιχεία που έχει έξι αποφύσεις, τις σταγόνες, και που βρίσκεται κάτω από το τρίγλυφο του δωρικού επιστυλίου.

[λόγ.: 1α: αρχ. κανών, αιτ. -όνα `αλφάδι, χάρακας, πρότυπο΄· 1β: σημδ. γαλλ. règle à calcul· 2: σημδ. γερμ. Leiste (με βάση την αρχ. σημ.: `βέργα του αργαλειού΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανόνας 3 ο : 1. (εκκλ.) ύμνος που αποτελείται από εννέα συνήθ. ωδές, καθεμιά από τις οποίες έχει τέσσερα έως έξι τροπάρια: Ο μεγάλος παρακλητικός ~. 2. (μουσ.) είδος πολυφωνικής μουσικής που στηρίζεται στην αρχή της αυστηρής μίμησης, δηλαδή η ίδια μελωδία περνάει στην επόμενη φωνή, πριν τελειώσει στην προηγούμενη.

[μσν. κανών, αιτ. -όνα (στη νέα σημ.) < αρχ. κανών (δες κανόνας 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανόνας 4 ο : (εκκλ.) επιτίμιο· κάνονας.

[μσν. κανών, αιτ. -όνα (στη νέα σημ.) < αρχ. κανών (δες κανόνας 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες