Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανοῦν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κανούνιν το.
  • 1) Καπνοδόχος:
    • (Μαχ. 8221).
  • 2) (Φορητή) θερμάστρα:
    • εφέραν το μέγαν κανούνιν … και εγεμώσαν το κάρβουνα (αυτ. 6810).

[<προβ. canoun (Χατζ. 74)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες