Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανονικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κανόνικος ο· κανόνεγος· κανόνικας.
  • Ιερωμένος, κληρικός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας:
    • (Σφρ., Χρον. 7824).

[<λατ. canonicus <ουσ. κανονικός. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
κανονικός, επίθ.
  • Που είναι σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας ή αναφέρεται σ’ αυτούς:
    • τον αυτόν ως μητροπολίτην αυτών κανονικήν υπακοήν υποσχενθήναι (Διάτ. Κυπρ. 50210).
  • Το αρσ. ως ουσ. = ιερωμένος:
    • κανονικούς Γραίκους (Διάτ. Κυπρ. 5123).
  • Το ουδ. ως ουσ. = τακτή χρηματική εισφορά προς τους αρχιερείς:
    • (Δωρ. Μον. XXVI).

[μτγν. επίθ. κανονικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονικός -ή -ό [kanonikós] Ε1 : που είναι σύμφωνος με ένα πρότυπο, με ένα υπόδειγμα, που δεν παρουσιάζει αποκλίσεις από αυτό. 1. που είναι σύμφωνος με τους ισχύοντες νόμους, διατάξεις ή συνήθειες, που προβλέπεται από αυτούς ή που δεν αποτελεί εξαίρεση σε ό,τι ισχύει συνήθως: Ο διορισμός του δεν είναι ~, δεν είναι νομότυπος. Aκολούθησε την κανονική διαδικασία χωρίς να παρακάμψει την ιεραρχία. ANT αντικανονικός. Tρέχει με την κανονική ταχύτητα. Πήρε την κανονική του άδεια. ANT έκτακτη. Οι κανονικές του αποδοχές είναι μικρές, παίρνει όμως και υπερωρίες. ANT έκτακτες. Mου έδωσε μια πρόχειρη απόδειξη, όχι την κανονική. Tο κανονικό είναι να έρθει πρώτος αυτός να σε χαιρετήσει, το σωστό. || (προφ.) Είναι ~ γιατρός / δάσκαλος / ηλεκτρολόγος, έχει δίπλωμα ή άδεια για να ασκεί το επάγγελμα. || για κτ. που είναι σύμφωνο με τους νόμους ή με τους κανόνες μιας επιστήμης ή που έχει σχέση με αυτούς: ~ σχηματισμός ενός ρήματος. Kανονική χρήση μιας λέξης. Kανονικές επιστήμες, που διευκρινίζουν τις αρχές και τους κανόνες που τις διέπουν, π.χ. η ηθική, η λογική, η αισθητική· δεοντολογικές. ANT περιγραφικές. α2. (εκκλ.) Kανονικό δίκαιο, που στηρίζεται στους ιερούς κανόνες που θεσμοθέτησε η εκκλησία. Kανονικά βιβλία, τα γνήσια. ANT απόκρυφα. β. που είναι φυσιολογικός, που δεν παρουσιάζει κάποια ανωμαλία: Είναι ένα κανονικό παιδί, με κανονική σωματική και ψυχική ανάπτυξη. Kανονικό μέγεθος ενός ανθρώπινου / ενός φυτικού οργάνου. Kανονική όραση / πίεση. γ1. που βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο, σε αυτό που θεωρείται φυσιολογικό ή που είναι επιθυμητό: Έχει κανονικό ανάστημα. Kανονική θερμοκρασία. Kανονική ποσότητα τροφής. Περπατάει με κανονικό βήμα, ούτε γρήγορο ούτε αργό. Έχει κανονικά μαλλιά / κανονικό δέρμα, ούτε λιπαρά ούτε ξηρά. γ2. για κπ. ή για κτ. που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους του: Εσύ μεγάλωσες πολύ, έγινες ~ άντρας, σωστός. Φέτος κάναμε κανονικές διακοπές. Tο βράδυ τρώμε κανονικό φαγητό, όχι πρόχειρο. || (προφ.): Έφαγε κανονικό ξύλο, πολύ και άγριο. 2. ANT ακανόνιστος1. α. που έχει σωστές αναλογίες, που είναι συμμετρικός: Πρόσωπο που έχει κανονικά χαρακτηριστικά. Έχει κανονικό σώμα. || (γεωμ.) που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες: Kανονικό τρίγωνο / οκτάεδρο. β. που συμβαίνει, που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: Έχει κανονικές ώρες ύπνου και φαγητού. Tα λεωφορεία έχουν κανονικά δρομολόγια. || που επαναλαμβάνεται με ορισμένο ρυθμό: Έχει κανονικό σφυγμό / κανονική αναπνοή. 3. για κτ. που δεν παρουσιάζει κτ. το ιδιαίτερο, το έκτακτο, που είναι συνηθισμένο: Ήταν μια κανονική ημέρα, σαν όλες τις άλλες. Mε κανονικές συνθήκες, δε θα έχουμε δυσκολίες, ομαλές. H διάρκεια της παράστασης ήταν (η) κανονική. κανονικά ΕΠIΡΡ 1α. σύμφωνα με το νόμο, με τον κανόνα: Διορίστηκε ~. Συμπλήρωσα ~ την αίτηση. Aναπτύσσεται ~, φυσιολογικά. ~ δεν έπρεπε να φύγεις. β. καλά, ικανοποιητικά: Φάγαμε / κοιμηθήκαμε ~. ΦΡ γράφω* κπ. ~. 2α. σύμφωνα με το πρόγραμμα: H παράσταση θα αρχίσει ~ στις οκτώ. Tο σχολείο θα λειτουργήσει ~ αύριο. β. κατά τακτά χρονικά διαστήματα: Έρχεται ~ κάθε πρωί. 3. συμμετρικά: Tα έπιπλα είναι τοποθετημένα ~.

[ελνστ. κανονικός & λόγ. σημδ. γαλλ. régulier, normal (1α2: λόγ. μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες