Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανηφόρος η [kanifóros] Ο35 : στην αρχαία Aθήνα, καθεμιά από τις παρθένους που κρατούσαν στο κεφάλι κάνιστρο με προσφορές ή με ιερά σκεύη, στις τελετές προς τιμήν των θεών. || (ως επίθ.): Kανηφόροι παρθένες.
[λόγ. < αρχ. κανηφόρος]