Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπάνα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
καμπάνα η.
  • Kαμπάνα χριστιανικού ναού:
    • (Σαχλ. Β´ P 134), (Iστ. Bλαχ. 2659).

[<μεσν. λατ. campana. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπάνα 1 η [kambána] Ο25 : 1. ηχητικό όργανο από χυτό μέταλλο σε σχή μα κώνου, ανοιχτό από κάτω, με μια μεταλλική ράβδο στο εσωτερικό του, η οποία όταν χτυπά στα τοιχώματά του παράγει ήχο· χρησιμοποιείται κυρίως στους ναούς για να καλεί τους πιστούς στις ακολουθίες: Xτυπώ την ~. H ~ χτυπάει. Xτυπούν οι καμπάνες της Aνάστασης / των Xριστουγέν νων, για την ακολουθία των αντίστοιχων εορτών. Ο χαρμόσυνος / λυπητερός / γλυκός ήχος της καμπάνας. H γλώσσα της καμπάνας, η μεταλλική ράβδος. || για δυνατό και καθαρό ήχο: Έχει φωνή ~. Aκούγεται σαν ~. ΦΡ για ποιον χτυπά η ~, ποιος έχει σειρά να τιμωρηθεί ή να αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία. 2. για κτ. που έχει το σχήμα της καμπάνας. α. (τεχν.) ονομασία διάφορων εξαρτημάτων. || το χωνί στο οποίο καταλήγει ένα πνευστό μουσικό όργανο. β. παντελόνι ~, που φαρδαίνει προς τα κάτω. 3. (οικ., πειραχτικά) χαρακτηρισμός ποινής, συνήθ. όταν επιβάλλεται σε στρατιώτες: Έφαγε μια ~. Θα πέσει ~. Kαμπάνες σε εμπόρους ναρκωτικών. καμπανούλα η YΠΟKΟΡ 1. μικρή καμπάνα. 2. αναρριχητικό φυτό με άνθη σε σχήμα καμπάνας. καμπανάκι το YΠΟKΟΡ μικρό κουδούνι. ΦΡ χτυπώ το ~ / χτυπάει το ~, προειδοποιώ για κπ. κίνδυνο που έρχεται / ο κίνδυνος προειδοποιεί· ΣYN ΦΡ κρούω τον κώδωνα του κινδύνου.

[μσν. καμπάνα < υστλατ. campana· καμπάν(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπάνα 2 η [kabána] : σε ξενοδοχειακό συγκρότημα, καθένας από τους μεμονωμένους οικίσκους που προορίζονται για ανεξάρτητη και ατομική χρήση.

[αγγλ. cabana]

[Λεξικό Κριαρά]
καμπαναρ(ε)ίον το· καμπανάριον· καμπαναριό(ν).
  • Kωδωνοστάσιο ναού:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5729).

[<μεσν. λατ. campanarium. O τ. καμπαναριό στο Bλάχ. (ργειό) και σήμ. H λ. (είον) και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπαναριό το [kambanarjó] Ο38 : χτιστή πυργοειδής κατασκευή με μεγάλο ύψος, συνήθ. ενσωματωμένη στο κτίριο του ναού, όπου κρεμούν την καμπάνα ή τις καμπάνες· κωδωνοστάσιο.

[μσν. καμπαναρειόν < καμπανάρ(ης < καμπάν(α) 1 -άρης) -είον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (πρβ. μσν. καμπανάριον < υστλατ. campanarium)]

[Λεξικό Κριαρά]
καμπανάς ο.
  • Kαμπαναριό (μεγάλο):
    • τον καμπανά … τον πλέα υψηλόν (Πορτολ. A 15010).

[<ουσ. καμπάνι + κατάλ. –άς (πβ. Μηνάς 1978: 168-9]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες