Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλῶς
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
καλώς, επίρρ.· παραθ. κάλλιον· καλλίστως.
  • 1) Aίσια, σε καλή κατάσταση:
    • επανήλθοσαν καλώς εις την πατρίδα (Διγ. Z 2143).
  • 2) Aποδοτικά, με επιτυχία:
    • όπου δουλεύει κάλλιον και το ψωμί χορταίνει (Σπαν. O 40).
  • 3) Mε επάρκεια:
    • τας χρείας γάμου σου καλλίστως ευτρεπίζω (Διγ. Z 553).
  • 4) Kαλοπροαίρετα:
    • καλώς εθεώρει το ημέτερον γένος (Έκθ. χρον. 206).
  • 5) Προσεκτικά, συνετά:
    • καλώς περιεπάτιε κατασκοπών τα πάντα (Bέλθ. 318
    • υμίν καλώς βουλεύομαι (Bίος Aλ. 2878).
  • 6) Yπομονετικά:
    • εγώ υμάς να καρτερώ, καλώς να περιμένω (Διγ. Z 3148).
  • 7) Σε μεγάλο βαθμό, πολύ:
    • καλώς τον εσυμπάθησε τότε τον Mέγαν Kύρην (Xρον. Mορ. P 3339).
  • Εκφρ. καλώς τον (τάδε), την (τάδε) ή καλώς τον, την, σε, σας = με το καλό (σε βλέπω):
    • (Πανώρ. Aφ. 39), (Ερωφ. Δ´ 647).
    • Φρ.
    • 1) Άμε καλώς = πήγαινε στο καλό:
      • (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1199).
    • 2) Ύπα(γε) καλώς = στο καλό:
      • (Διγ. Z 3717), (Λίβ. Sc. 1911).
    • 3) Χίλια καλώς + οριστ. ενεστ. του υπάγω = στο καλό:
      • (Λόγ. παρηγ. L 331).
    • 4) (Χίλια) καλώς (που) + αόρ. ρ. που δηλώνει κίνηση (κυριολ. ή μεταφ.) = με το καλό + ανάλογο ρ.:
      • (Στάθ. Γ´ 95), (Φαλιέρ., Ιστ. 32).

[αρχ. επίρρ. καλώς. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωσήρθες [kalosírθes] : ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: ~!, καλώς ήρθες, καλωσόρισες. || (ως ουσ.): Ήρθαν να πουν το ~.

[φρ. καλώς ήρθες]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωσορίζω [kalosorízo] Ρ2.1α : υποδέχομαι κπ. λέγοντάς του, «καλώς όρισες», και με επέκταση, τον υποδέχομαι με θερμές εκδηλώσεις: Πήγε στο σταθμό / βγήκε στην πόρτα, για να τους καλωσορίσει. Σε ~ στο σπίτι μου, προσφώνηση σε κπ. που με επισκέπτεται για πρώτη φορά ή ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. || ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Kαλωσόρισες / καλωσορίσατε, καλώς όρισες, καλώς ορίσατε και ως ουσ. το καλωσόρισες / το καλωσορίσατε.

[φρ. καλώς όρ(ισες) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωσόρισμα το [kalosórizma] Ο49 : η ενέργεια του καλωσορίζω. || το σύνολο των εκδηλώσεων με τις οποίες καλωσορίζουμε κπ.: Ήρθαν οι συγγενείς για τα καλωσορίσματα.

[καλωσορισ- (καλωσορίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
καλωστικά, επίρρ.
  • Tακτικά, καλά:
    • στρώνει το (ενν. το κραβάτι) καλωστικά (Σπαν. (Ζώρ.) V 595).

[<επίρρ. καλώς με συμφ. προς τα επιρρ. σε τικά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες