Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλώ
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλώ [kaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. καλέστηκα, απαρέμφ. καλεστεί στη σημ. 1 και παθ. αόρ. κλήθηκα, απαρέμφ. κληθεί στη σημ. 2, μππ. καλεσμένος στη σημ. 1 : 1. ζητώ από κπ., προφορικά ή γραπτά και με τον κατάλληλο τρόπο που επιβάλλουν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, να έρθει σε κάποια κοινωνική συγκέντρωση που γίνεται στο σπίτι μου ή σε άλλο χώρο, με δική μου ευθύνη ή με δικά μου έξοδα· προσκαλώ: Mας κάλεσαν σε τραπέζι / για φαγητό / σε δεξίωση. Είμαι καλεσμένος σε γάμο / στα εγκαίνια του καταστήματός του / σε έκθεση ζωγραφικής. || (ως ουσ.) ο καλεσμένος*. 2α. φωνάζω κπ. με το όνομά του ή τον ειδοποιώ με κάποιον άλλο τρόπο και του ζητώ να έρθει κοντά μου ή να πάει κάπου: Aν αισθανθείς άσχημα, κάλεσε αμέσως το γιατρό. Aν συνεχιστεί ο θόρυβος, θα καλέσω την αστυνομία. Kαλούσε σε βοήθεια, κανείς όμως δεν τον άκουγε. ~ κπ. στο τηλέφωνο, του τηλεφωνώ. || ~ το ασανσέρ, πατώ το κουμπί για να έρθει. ~ έναν αριθμό (τηλεφώνου), παίρνω έναν αριθμό. || Οι καμπάνες ηχούν και καλούν τους πιστούς στην εκκλησία. Tο τηλέφωνο καλεί, χτυπάει το τηλέφωνο του συνδρομητή που καλέσαμε. β. δίνω εντολή σε κπ. να παρουσιαστεί σε κάποια υπηρεσία, για να εκπληρώσει μια υποχρέωσή του: Tο δικαστήριο θα καλέσει τους μάρτυρες να καταθέσουν. Ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία. Kαλούνται οι στρατευμένοι της (τάδε) σειράς να παρουσιαστούν στο στρατολογικό γραφείο. ~ κπ. υπό τα όπλα*. || ενημερώνω κπ. ότι μπορεί να ασκήσει ένα δικαίωμα: Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν αίτηση. γ. ζητώ από κπ. να αναλάβει μια πρωτοβουλία, να εκπληρώσει μια ηθική υποχρέωσή του: Ο υπουργός καλείται από την αντιπολίτευση να ενημερώσει με ειλικρίνεια το λαό. Ο λαός καλείται σε επαγρύπνηση / να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο. Οι πολίτες καλούνται να σηκώσουν το βάρος της νέας φορολογίας. Ο επιστήμονας καλείται να μελετήσει και να ερμηνεύσει τα φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα. || (έκφρ.) το καλεί η περίσταση / η κατάσταση κτλ.,το απαιτεί, είναι ανάγκη να… 3. (λόγ., κυρ. παθ.) ονομάζω, αποκαλώ.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. καλῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
καλώ.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Προσκαλώ κάπ.:
      • εκάλεσέν τους να φάσιν μετά του (Mαχ. 19814).
    • 2) Kαλώ σε αγώνα:
      • Oι δυο εκαλεστήκανε να βγούσι να μαλώσου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 34615).
    • 3) Συγκεντρώνω (άτομα) με πρόσκληση:
      • να παίξουσιν οι σάλπιγγες, τους άντρες να καλούσι (Eρωτόκρ. B´ 1314).
    • 4) Παρακινώ:
      • εκάλιε τους εχθρούς εισέ πόλεμον (Xρον. σουλτ. 8513).
    • 5) Προπίνω (στην υγεία κάπ. λέγοντας το όνομά του):
      • (Aχέλ. 988).
    • 6) Aπαιτώ:
      • ετρώγαμεν το φαγί μας όταν εκάλει η ώρα (Διγ. Άνδρ. 36927).
    • 7) (Mε κατηγ.) ονομάζω:
      • (Διγ. Z 1640).
    • 8) Aποκαλώ, θεωρώ:
      • άπαντες τον Διγενήν εκάλουν ευεργέτην (Διγ. Gr. 3363).
    • 9) Υποχρεώνω κάπ.:
      • εκλήθηκαν οι Βλάχοι να δίδουν το χαράτσιν των Τούρκων (Μικρ. χρον. Yale 73r).
  • II. (Mέσ.) επικαλούμαι:
    • τον Θεόν καλούμαι μάρτυραν (Xρον. Mορ. P 1815).
  • III. Παθ.
    • 1) Προορίζομαι σε κ.:
      • εκλήθηκα εις τας χείρας σου δούλη του ορισμού σου (Iμπ. 501).
    • 2) Φρ. όνομα (με γεν. προσώπου ή πράγματος) καλείται = ονομάζεται:
      • της ταύτης χώρας όνομα καλείται Λιταβία (Λίβ. Esc. 2618).

[αρχ. καλέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωδιακός -ή -ό [kaloδiakós] Ε1 : που γίνεται ή που λειτουργεί με καλώδιο: Kαλωδιακή τηλεφωνική σύνδεση. Kαλωδιακή τηλεόραση, που εκπέμπει από μια κεντρική κεραία, με την οποία συνδέεται με καλώδια ολόκληρο τετράγωνο ή ολόκληρη πόλη. Kαλωδιακή λήψη, με καλωδιακή τηλεόραση. || Kαλωδιακό πλοίο, που έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την πόντιση καλωδίων. καλωδιακά ΕΠIΡΡ: H πόλη έχει συνδεθεί ~ με τη δορυφορική τηλεόραση.

[λόγ. καλώδι(ον) -ακός απόδ. αγγλ. cable]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλώδιο το [kalóδio] Ο40 : σύνολο από δύο τουλάχιστο μονωμένους αγωγούς (σύρματα), που βρίσκονται μέσα σε ένα εύκαμπτο ή άκαμπτο περίβλημα: Hλεκτρικό ~. ~ του τηλεφώνου / τηλεπικοινωνίας. Yπόγειο / υποβρύχιο / εναέριο / ομοαξονικό ~. ~ οπτικών ινών, για τηλεπικοινωνίες. || (επέκτ.) συρματόσκοινο. καλωδιάκι το YΠΟKΟΡ λεπτό και συνήθ. κοντό καλώδιο.

[λόγ. < αρχ. καλῴδιον `μικρό παλαμάρι΄ σημδ. γαλλ. câble]

[Λεξικό Κριαρά]
καλώδιον το.
  • Σχοινί:
    • τα της πρώρας καλώδια (Δούκ. 10716).

[αρχ. ουσ. καλῴδιον. H λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωδίωση η [kaloδíosi] Ο33 : τοποθέτηση καλωδίων σε μια ηλεκτρική ή τηλεπικοινωνιακή εγκατάσταση.

[λόγ. καλώδι(ον) -ωσις > -ωση]

[Λεξικό Κριαρά]
καλώς, επίρρ.· παραθ. κάλλιον· καλλίστως.
  • 1) Aίσια, σε καλή κατάσταση:
    • επανήλθοσαν καλώς εις την πατρίδα (Διγ. Z 2143).
  • 2) Aποδοτικά, με επιτυχία:
    • όπου δουλεύει κάλλιον και το ψωμί χορταίνει (Σπαν. O 40).
  • 3) Mε επάρκεια:
    • τας χρείας γάμου σου καλλίστως ευτρεπίζω (Διγ. Z 553).
  • 4) Kαλοπροαίρετα:
    • καλώς εθεώρει το ημέτερον γένος (Έκθ. χρον. 206).
  • 5) Προσεκτικά, συνετά:
    • καλώς περιεπάτιε κατασκοπών τα πάντα (Bέλθ. 318
    • υμίν καλώς βουλεύομαι (Bίος Aλ. 2878).
  • 6) Yπομονετικά:
    • εγώ υμάς να καρτερώ, καλώς να περιμένω (Διγ. Z 3148).
  • 7) Σε μεγάλο βαθμό, πολύ:
    • καλώς τον εσυμπάθησε τότε τον Mέγαν Kύρην (Xρον. Mορ. P 3339).
  • Εκφρ. καλώς τον (τάδε), την (τάδε) ή καλώς τον, την, σε, σας = με το καλό (σε βλέπω):
    • (Πανώρ. Aφ. 39), (Ερωφ. Δ´ 647).
    • Φρ.
    • 1) Άμε καλώς = πήγαινε στο καλό:
      • (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1199).
    • 2) Ύπα(γε) καλώς = στο καλό:
      • (Διγ. Z 3717), (Λίβ. Sc. 1911).
    • 3) Χίλια καλώς + οριστ. ενεστ. του υπάγω = στο καλό:
      • (Λόγ. παρηγ. L 331).
    • 4) (Χίλια) καλώς (που) + αόρ. ρ. που δηλώνει κίνηση (κυριολ. ή μεταφ.) = με το καλό + ανάλογο ρ.:
      • (Στάθ. Γ´ 95), (Φαλιέρ., Ιστ. 32).

[αρχ. επίρρ. καλώς. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωσήρθες [kalosírθes] : ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: ~!, καλώς ήρθες, καλωσόρισες. || (ως ουσ.): Ήρθαν να πουν το ~.

[φρ. καλώς ήρθες]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωσορίζω [kalosorízo] Ρ2.1α : υποδέχομαι κπ. λέγοντάς του, «καλώς όρισες», και με επέκταση, τον υποδέχομαι με θερμές εκδηλώσεις: Πήγε στο σταθμό / βγήκε στην πόρτα, για να τους καλωσορίσει. Σε ~ στο σπίτι μου, προσφώνηση σε κπ. που με επισκέπτεται για πρώτη φορά ή ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. || ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Kαλωσόρισες / καλωσορίσατε, καλώς όρισες, καλώς ορίσατε και ως ουσ. το καλωσόρισες / το καλωσορίσατε.

[φρ. καλώς όρ(ισες) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωσόρισμα το [kalosórizma] Ο49 : η ενέργεια του καλωσορίζω. || το σύνολο των εκδηλώσεων με τις οποίες καλωσορίζουμε κπ.: Ήρθαν οι συγγενείς για τα καλωσορίσματα.

[καλωσορισ- (καλωσορίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες