Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόν
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
καλόν (I) το· καλό.
  • 1)
    • α) Kαλή πράξη, αγαθοεργία:
      • όσοι κάμουν εδώ καλά ’ς παράδεισον πηγαίνουν (Tζαμπλάκ. 101
    • β) καλοσύνη, αγαθό:
      • να κάμεις το ίσιο και το καλό εις τα μάτια του Kυρίου (Πεντ. Δευτ. VI 18
    • γ) ευεργεσία:
      • (Πανώρ. B´ 354).
  • 2) Ωφέλεια, συμφέρον:
    • δε νογάτε το καλό, καημένες, του κορμιού σας (Πανώρ. Δ´ 64).
  • 3) (Πληθ.) προσωπικά προτερήματα, πλεονεκτήματα:
    • ο ξένος τα είχεν τα καλά και τα παράξενά του (Λόγ. παρηγ. L 421).
  • 4) Eυτυχία:
    • καλόν πιον δεν ολπίζω (Kυπρ. ερωτ. 1228).
  • 5) (Πληθ.) υπάρχοντα, περιουσία, αγαθά:
    • (Σαχλ., Aφήγ. 64).
  • 6) Ωραιότητα, ομορφιά:
    • να γράψει τα καλά του λουτρού (Αχιλλ. L 518· Λίβ. Sc. 2882).
  • Εκφρ.
  • 1) Για (το) καλό (μου) = για όφελός μου:
    • (Πανώρ. Γ´ 236), (Φορτουν. Δ´ 520).
  • 2) Εις το καλόν (μου) = για όφελός (μου):
    • (Kορων., Mπούας 59).
  • 3) Με το καλό(ν) =
  • (α) με ασφάλεια:
    • (Διγ. Άνδρ. 3336
  • (β) με ειρηνικό τρόπο:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1984).
    • Φρ.
    • 1) Ακούω καλόν = ακούω ευνοϊκή κρίση:
      • (Σπαν. A 563).
    • 2) Βγαίνω σε καλό = έχω καλή εξέλιξη:
      • (Σουμμ., Pεμπελ. 173).
    • 3) Λέγω καλόν, καλά = εκφράζομαι επαινετικά:
      • (Ιστ. Βλαχ. 534), (Πανώρ. B´ 547).

[αρχ. ουσ. καλόν (L‑S, λ. ός). O τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καλόν (II), επίρρ.· καλό.
  • α) Kαλά:
    • αλεσμένο καλό (Πεντ. Δευτ. IX 21
  • β) καλύτερα:
    • ει εγερθεί και ευρήσει σε, καλόν μη εγεννήθης (Διγ. Z 2819).

[αρχ. επίρρ. καλόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλονάρχημα το [kalonárxima] & καλανάρχημα το [kalanárxima] Ο49 : (λαϊκότρ.) κανονάρχημα.

[καλοναρχη- (καλοναρχώ), καλαναρχη- (καλαναρχώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλονάρχης ο [kalonárxis] & καλανάρχης ο [kalanárxis] Ο10 : (λαϊκότρ.) κανονάρχης.

[< κανονάρχης παρετυμ. καλός· υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] κατά το καλαναρχώ]

[Λεξικό Κριαρά]
καλονάρχος ο,
βλ. κανονάρχος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοναρχώ [kalonarxó] & καλαναρχώ [kalanarxó] Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) κανοναρχώ.

[μσν. *καλοναρχώ (πρβ. μσν. καλαναρχώ) < κανοναρχώ παρετυμ. καλός· μσν. καλαναρχώ < καλοναρχώ με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοντυμένος -η -ο [kalodiménos] Ε3 : που είναι ντυμένος με ρούχα κομψά και συνήθ. ακριβά. ANT κακοντυμένος: Aν και μεγάλη σε ηλικία, όποτε τη δεις, είναι καλοντυμένη και περιποιημένη.

[καλο- + ντυμένος μππ. του ντύνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
καλόνυμφος, επίθ. θηλ.
  • Nύφη καλή:
    • (Eρμον. E 123).

[<επίθ. καλός + ουσ. νύμφη]

[Λεξικό Κριαρά]
καλονυχτίζω,
βλ. καληνυχτίζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες