Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλούπι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλούπι το [kalúpi] Ο44 : 1. στερεό σώμα από ξύλο, μέταλλο ή πηλό, με κοιλότητα ορισμένου σχήματος, μέσα στο οποίο χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο όταν στερεοποιηθεί διατηρεί το σχήμα της κοιλότητας· μήτρα: Όταν στεγνώσει το τσιμέντο, βγάζουμε τα καλούπια και οι κολόνες είναι έτοιμες, τους ξυλότυπους. || (επέκτ.) φόρμα που τη χρησιμοποιούμε για να δώσουμε το ίδιο σχήμα σε μια σειρά αντικειμένων: ~ για καπέλα. ΦΡ κτ. μου έρχεται ~, μου ταιριάζει απόλυτα: Mου ήρθε ~ το παλτό· ΣYN ΦΡ μου έρχεται γάντι / κουτί. το ίδιο ~, για να δηλώσουμε την απόλυτη ομοιότητα ανθρώπων ή πραγμάτων: Bγήκαν / είναι κομμένοι από το ίδιο ~. Είναι χυμένοι στο ίδιο ~. 2. (μτφ.) σταθερό νοητικό σχήμα που περιορίζει τη σκέψη, την έκφραση ή τη συμπεριφορά: Είναι τέτοιος χαρακτήρας που δεν μπαίνει σε καλούπια. Έσπασε τα καλούπια του συντηρητισμού. Εκθέσεις γραμμένες επάνω σε καλούπια.

[αντδ. < τουρκ. kalιp ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) < αραβ. qālib < ελνστ. καλάπους (δες στο καλαπόδι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλουπιάζω [kalupxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) καλουπώνω.

[καλούπ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλούπιασμα το [kalúpxazma] Ο49 : (οικ.) καλούπωμα.

[καλουπιασ- (καλουπιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
καλούπιν το· καλούπιον.
  • Μήτρα, καλούπι:
    • (Hagia Sophia ω 52817
    • έκαμνε καλούπια και έχυνε μέσα τον χυλόν και εγίνονταν ωσάν πλιθία τετράγωνα (αυτ. f 58828).

[<τουρκ. kalιp. Τ. ι στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες