Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλλύνω.
-
- Kαλλωπίζω, στολίζω:
- το έδαφος εκάλλυνε μετά παντοίων λίθων (Διγ. Z 3857).
[αρχ. καλλύνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ. Β´ 402, Andr.)]
- Kαλλωπίζω, στολίζω: