Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλωπισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλωπισμός ο [kalopizmós] Ο17 : η ενέργεια του καλλωπίζω και ειδικότερα: α. περιποίηση και διακόσμηση ενός χώρου. β. περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης ενός ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. καλλωπισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλωπισμός ο.
  • 1)
    • α) Στολισμός, ευπρεπισμός, διακόσμηση:
      • (Bέλθ. 331
    • β) (μεταφ.) στολίδι:
      • γενναίων ο καλλωπισμός (ενν. ο Διγενής) (Διγ. Z 4470).
  • 2) Περιγραφή του κάλλους:
    • (Kαλλίμ. 822).
  • 3) Eξωραϊσμός του λόγου, καλλιέπεια:
    • ομιλία οπὄχει … αρμονίαν και καλλωπισμόν (Σοφιαν., Kωμωδ. Ricchi 32).
  • 4) (Mεταφ.) μόρφωση, καλλιέργεια:
    • καλλωπισμόν των παιδίων (Σοφιαν., Παιδαγ. 119).

[αρχ. ουσ. καλλωπισμός. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες