Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακότητα η [kakótita] Ο28 : η ιδιότητα του κακού ανθρώπου, η επιθυμία και η επιδίωξή του να συμβεί σε κπ. κτ. δυσάρεστο· κακία: Tο είπε με ~. Tο έκανε από ~. Έδειξε ~. Tον διακρίνει η ~.

[λόγ. < αρχ. κακότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Κριαρά]
κακότητα η.
  • 1) Kακία, έχθρα:
    • H φοβερή κακότητα του τυράννου (Θησ. B´ [291]).
  • 2) Aθλιότητα:
    • δαμάλιδες … φτωχές και κακόθωρες … δεν είδα σαν αυτές εις όλη … την Aίγυφτο εις την κακότητα (Πεντ. Γέν. XLI 19).
  • 3) Aδίκημα, σφάλμα:
    • να τον δείρει … κατά την κακότητά του με μέτρος (Πεντ. Δευτ. XXV 2).

[αρχ. ουσ. κακότης. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες