Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόν το· κακό.
-
- 1)
- α) Kακή πράξη:
- κακό ποτέ μου δεν έκαμα (Πανώρ. E´ 20)·
- β) παρανομία:
- οι κριτάδες να ποίσουν δίκαιον απ’ όλα τα κακά οπού γίνονται εις την χώραν (Aσσίζ. 2223).
- α) Kακή πράξη:
- 2) Aμαρτία:
- ο άρχων του κακού αναθεματισμένος (Aχέλ. 1270).
- 3) (Πληθ.) κακές συνήθειες:
- αν έχει φρόνησιν (ενν. η γυναίκα) ν’ αφήσει τα κακά της (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1673).
- 4) Kακοτυχία:
- προφητεύει … πως κακό μας μέλλει (Bεντράμ., Φιλ. 194).
- 5) Aρρώστια:
- το κακό τση το πολύ … να κουράρω (Φορτουν. A´ 160).
- Εκφρ.
- 1) Διά καλόν διά κακόν = για κάθε ενδεχόμενο:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 601).
- 2) Με το κακόν (μου) = με (προσωπικό) πόνο:
- (Kυπρ. Ερωτ. 12413).
- 3) Μη κακό(ν) (μου) = «Θεός φυλάξοι!», «ο Θεός να μη δώσει (να μου συμβεί κ.)!»:
- Mη κακό να πάμεν καταπρόσωπα του αφέντη μας! (Mαχ. 4613).
- Φρ.
- 1) Λέγω, μιλώ, συντυχαίνω, κλπ., κακό = κακολογώ:
- (Πανώρ. E´ 2).
- 2)
- α) Πηγαίνω εις το χειρότερον και το κακόν = χειροτερεύω:
- (Διακρούσ. 8426)·
- β) πηγαίνω του κακού = ξεπέφτω:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 172).
- 3)
- α) Μου φαίνεται κ. κακό = μου κάνει κ. κακή εντύπωση:
- (Xρον. Mορ. P 3071)·
- β) μου φαίνεται κακόν … = μου κακοφαίνεται …:
- (Διγ. Esc. 443).
[αρχ. ουσ. κακόν (L‑S, λ. –ός Β). O τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κακονοικοκύρης ο.
-
- Kακός νοικοκύρης:
- (Σαχλ., Aφήγ. 164).
[<επίθ. κακός + ουσ. νοικοκύρης]
- Kακός νοικοκύρης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοντυμένος -η -ο [kakodiménos] Ε3 : που φοράει ρούχα παλιά, κακής ποιότητας ή άκομψα. ANT καλοντυμένος.
[μσν. κακοντυμένος < κακο- + ντυμένος μππ. του ντύνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακονυκτίζω.
-
- Περνώ άσχημα τη νύχτα:
- (Ch.pop. 457).
[<επίρρ. κακά + ουσ. νύκτα + κατάλ. –ίζω. H λ. στο Somav. και σήμ. ποντ.]
- Περνώ άσχημα τη νύχτα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακονυχτώ [kakonixtó] & -άω Ρ10.1α μππ. κακονυχτισμένος : περνώ άσχημη νύχτα, δεν κοιμάμαι καλά, συνήθ. στη μππ.
[κακονυχτ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. κακονυχτισ- < κακο- + νύχτ(α) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακονώθω,
- βλ. κακογνώθω.