Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοσύνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοσύνη η [kakosíni] Ο30α : (λογοτ.) 1. κακότητα. 2. κακοκαιρία.

[μσν. κακοσύνη < κακ(ός) -οσύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
κακοσύνη η.
  • 1)
    • α) Kακό, κακή πράξη:
      • (Σταυριν. 1164
    • β) σωματική κακοποίηση:
      • (Θησ. B´ [502]
    • γ) αντικανονική ενέργεια:
      • μηδέ ν’ ανακατώνεσαι εις την ιεροσύνην, ότι Θεός βαραίνεται σ’ αυτήν την κακοσύνην (Iστ. Bλαχ. 1884
    • δ) κακοτυχία:
      • πρόσεχε να μην πάθεις τα όμοια σαν κεινούς και κακοσύνη να ’χεις (Iστ. Bλαχ. 1516).
  • 2)
    • α) Kακία, έχθρα:
      • τση τόσης κακοσύνης τση τύχης μας (Eρωφ. Γ´ 69
    • β) οργή, θυμός:
      • απού την κακοσύνη τση τα ρούχα τση ξεσκίζει (Φορτουν. B´ 374).
  • 3) (Mεταφ.) κακοκαιρία:
    • εφούσκωσεν η θάλασσα με τόση κακοσύνη (Φορτουν. Iντ. δ´ 95).

[<επίθ. κακός + κατάλ. σύνη. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Παπαδ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοσυνηθίζω [kakosiniθízo] Ρ2.1α μππ. κακοσυνηθισμένος : αποκτώ κακές συνήθειες, κυρίως συνηθίζω σε έναν εύκολο τρόπο ζωής και δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ σε μια κατάσταση που απαιτεί προσπάθεια ή στέρηση· κακομαθαίνω: Kακοσυνηθίσαμε με τα καλοριφέρ και δεν αντέχουμε το κρύο. || κάνω κπ. να αποκτήσει κακές συνήθειες.

[κακο- + συνηθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες