Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακαόδεντρο το [kakaóδendro] Ο41 : τροπικό δέντρο από τα σπέρματα του οποίου βγαίνει το κακάο.
[λόγ. κακά(ο) -ο- + δένδρον με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]