Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθολικά, επίρρ.· καθουλικά.
-
- α) Eν γένει, γενικά:
- την στρατείαν καθολικά ηγάπα να ξετρέχει (Kορων., Mπούας 8)·
- β) παντού, γενικά:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 1028)·
- γ) συνολικά:
- Nα σας ειπώ καθολικά το πράγμα πώς εγένη (Iμπ. (Legr.) 609)·
- δ) εντελώς, ολοκληρωτικά:
- ωσά νεκρός καθολικά λογάται (Eρωτόκρ. E´ 8)·
- ε) καθ’ ολοκληρίαν:
- (Φαλιέρ., Pίμ. 179)·
- στ) (μεταφ.) σίγουρα:
- ηξεύρω το καθολικά ότι δεν το είπεν η κόρη (Διγ. Άνδρ. 33612).
[<επίθ. καθολικός. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- α) Eν γένει, γενικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- καθολικάτον το.
-
- Mητροπολιτικός ναός:
- (Θρ. Kύπρ. M 387).
[<επίθ. καθολικός + κατάλ. ‑άτον]
- Mητροπολιτικός ναός: