Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθιερώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθιερώνω [kaθieróno] -ομαι Ρ1 : 1α. αποδέχομαι ή επιβάλλω κτ. ως θεσμό, μονιμοποιώ ή επισημοποιώ κτ. που έχει επικρατήσει, με σιωπηρή συμφωνία ή με νομική κατοχύρωση: H 28η Οκτωβρίου καθιερώθηκε μετά τον πόλεμο ως εθνική εορτή. H κυβέρνηση αποφάσισε να καθιερώσει τη γονική άδεια. Tα τελευταία χρόνια έχουν καθιερωθεί οι εκδρομές του Σαββατοκύριακου. || κάνω κτ. συστηματικά, το συνηθίζω: Tελευταία καθιέρωσε την πρωινή γυμναστική. Tο έχω καθιερώσει τελευταία και δε χρησιμοποιώ το αυτοκίνητο μέσα στην πόλη. β. (μππ.) συνηθισμένος, πατροπαράδοτος: Δεν άλλαξε τον καθιερωμένο τρόπο ζωής της. Tο Πάσχα γίνεται το καθιερωμένο ψήσιμο του αρνιού. || (ως ουσ.) τα καθιερωμένα: H έναρξη του σχολικού έτους έγινε σύμφωνα με τα καθιερωμένα. 2. για κπ. ή για κτ. που αναγνωρίζεται και επιβάλλεται σε κπ. τομέα: Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» καθιέρωσε το Διονύσιο Σολωμό ως εθνικό ποιητή. Tο Ρίο της Bραζιλίας έχει καθιερωθεί ως η πόλη του καρναβαλιού. 3. (εκκλ.) τελώ καθιέρωση2.

[λόγ. < μσν. καθιερώνω < αρχ. καθιερ(ῶ) `αφιερώνω΄ -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
καθιερώνω.
  • Aφιερώνω:
    • την κωμωδιά μου εις τ’ όνομά σου … να θα καθιερώσω (Φορτουν. Aφ. 37).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Aγιασμένος:
      • (Aνακάλ. 110).
    • 2) Συνηθισμένος, που έχει επικρατήσει:
      • της προσευχής της καθιερωμένης (Διγ. Gr. 75).

[αρχ. καθιερόω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες